- αποτίκτω
- ἀποτίκτω (Α) [τίκτω]παράγω, γεννώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαποτίκτω — Α γεννώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποτίκτω «γεννώ»] … Dictionary of Greek
συναποτίκτω — Α 1. γεννώ συγχρόνως 2. παράγω κάτι από κοινού με άλλον 3. παράγω συγχρόνως («τὴν φύσιν... πολλὰ τοῑς χρηστοῑς ὁμοῡ φαῡλα συναποτίκτειν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποτίκτω «γεννώ, παράγω»] … Dictionary of Greek